κόνδωρ

κόνδωρ
Βλ. λ. κόνδορας.
* * *
ο
βλ. κόνδορας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθαρτίδες — (Cathartidae). Οικογένεια γυπιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τους γυπίδες του Νέου Κόσμου (κόνδωρ, καθάρτης, σαρκόραμφος), που ζουν στην Kεντρική και στη Νότια Αμερική. Γεννούν συνήθως δύο αβγά μέσα σε σαπισμένους κορμούς, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”